- αποστερητρις
- ἀποστερητρίς-ίδος Arph. adj. f к ἀποστερητικός См. αποστερητικος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀποστερητρίδα — ἀποστερητικός of fem acc sg ἀποστερητρίς for cheating fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)